κερδεία

κερδεία
κερδεία, ἡ (Α) [κέρδος]
(κατά τον Ησύχ.) «πανουργία, ἀλωπεκία», δολιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερδείη — κερδεία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιδιοτέλεια — η αφιλοχρηματία, αφιλο κέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”